Γιώργος Μαρίνος: Αποκλειστική εικόνα από το ίδρυμα που μένει

Γιώργος Μαρίνος: Αποκλειστική εικόνα από το ίδρυμα που μένει

Ένα ήσυχο ίδρυμα στα νότια προάστια της Αθήνας, μακριά από τα φώτα, τον θόρυβο και τα χειροκροτήματα που κάποτε τον συνόδευαν σε κάθε του εμφάνιση. Εκεί, ανάμεσα σε διαδρόμους λευκούς και ήχους από καροτσάκια και ιατρικά μηχανήματα, περνά τις μέρες του ένας από τους πιο λαμπερούς ανθρώπους που γνώρισε ποτέ η ελληνική διασκέδαση.

Ο καθόλα αξιοπρεπής και δοτικός καλλιτέχνης Γιώργος Μαρίνος, όταν έφυγε από το “Σπίτι του ηθοποιού” που τον φιλοξενούσε, προηγουμένως χάρισε στην Άννα Φόνσου τα κουστούμια του για να τα δώσει σε ανθρώπους που τα έχουν ανάγκη, ή αν επιθυμούσε εκείνη να τα βγάλει σε πλειστηριασμό, προκειμένου να μαζευτούν χρήματα και να στηρίξει με τον τρόπο του την στέγη για τους ηθοποιούς. Αμέσως μετά μεταφέρθηκε από τους ανθρώπους που τον περιποιόντουσαν στην συγκεκριμένη μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων και από τότε ζει απομονωμένος εκεί στα 86 του χρόνια, βυθισμένος πια μέσα στη σιωπή που του επέβαλε η άνοια.

Ο άνθρωπος που κάποτε πλημμύριζε τη σκηνή με ζωή, κίνηση και λάμψη, έχει αποσυρθεί σ’ έναν κόσμο δικό του – έναν κόσμο μισοφωτισμένο, όπου οι αναμνήσεις έρχονται και φεύγουν μέσα από παλιά τραγούδια που ακούει και ορισμένα θυμάται και τα σιγοτραγουδάει. Οι γιατροί και το προσωπικό του γηροκομείου φροντίζουν για την καθημερινότητά του, ενώ ελάχιστοι πλέον τον επισκέπτονται, όσοι πάντως συγγενείς άλλων ασθενών τυχαίνει να πέσουν επάνω του και να τον αναγνωρίσουν, μιλούν για έναν άνθρωπο ήρεμο, σχεδόν με χαρακτήρα παιδιού, που χαμογελά χωρίς πάντα να θυμάται γιατί.

Ο Γιώργος Μαρίνος υπήρξε ένας showman μοναδικός, με φινέτσα, χιούμορ και τόλμη, που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο το κοινό έβλεπε τη σκηνή. Τραγουδιστής, χορευτής, παρουσιαστής – ένα πλάσμα φτιαγμένο από φως. Τώρα, το φως αυτό καίει πιο χαμηλά, σαν μικρή φλόγα που ακόμα αντιστέκεται.

Μέσα στο ίδρυμα, οι μοναδικοί του «φίλοι» είναι οι υπόλοιποι τρόφιμοι. Άνθρωποι της ίδιας γενιάς, κουρασμένοι από τον χρόνο και τις αναμνήσεις, που τον έχουν δεχτεί και τον αγαπούν ιδιαίτερα, όσοι δε τον ξέρουν του μιλούν για την παλιά του λάμψη και εκείνος τους κοιτάει με απορία. Καθισμένοι στο σαλόνι, πίνουν καφέ, εκείνος αποφεύγει να βλέπει τηλεόραση όταν οι άλλοι τρόφιμοι παρακολουθούν και προτιμάει να μιλάει μαζί τους για πράγματα που ο ίδιος ίσως δεν κατανοεί πάντα, μα τους ακούει με εκείνο το γνωστό του βλέμμα – ήσυχο, τρυφερό, βαθιά ανθρώπινο. Μερικές φορές, όταν κάποιος βάλει μουσική, κουνάει απαλά τα χέρια του. Για λίγες στιγμές, ο καλλιτέχνης μέσα του ξαναζεί.

Οι άνθρωποι που τον γνώριζαν πάντως μιλούν ακόμα με συγκίνηση για το πώς ένας τόσο ζωντανός, εκρηκτικός χαρακτήρας έφτασε να περάσει τα τελευταία του χρόνια μέσα στη σιωπή. Όμως, αυτή η σιωπή έχει μια δική της αξιοπρέπεια. Ο Γιώργος Μαρίνος, ακόμα κι έτσι, παραμένει ένας άνθρωπος που έζησε όπως λίγοι – έντονα, ελεύθερα, γεμάτα.

Η μοναξιά είναι πια η μόνιμη συντροφιά του. Όμως ίσως, βαθιά μέσα του, να υπάρχει ακόμα εκείνη η σπίθα που θυμάται ποιος ήταν, ο καλλιτέχνης που έκανε το κοινό να γελά, να συγκινηθεί, να ξεχάσει για λίγο τη δική του καθημερινότητα. Ίσως, κάθε φορά που κοιτάζει έξω από το παράθυρο του δωματίου του, να βλέπει ξανά τα φώτα της σκηνής, να ακούει τη μουσική, να νιώθει τη ζεστασιά του χειροκροτήματος.